Imettää στα ελληνικά
Μετάφραση: imettää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλάζω, βάγια, γλείφω, νοσοκόμα, ρουφώ, θηλάζουν, θηλάσουν, θηλάσει, θηλάσετε, θηλάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imeminen στα ελληνικά - αναρρόφηση, γλείφω, θηλάζω, ρουφώ, άντληση, πιπιλίζουν, απορροφούν, ...
- imeskellä στα ελληνικά - ρουφώ, γλείφω, θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, ...
- imeväinen στα ελληνικά - μωρό, θηλαστικός, γκόμενα, βρέφος, θηλασμός, θηλάζει, θηλάζοντα, ...
- imeytyminen στα ελληνικά - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Τυχαίες λέξεις
Imettää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλάζω, βάγια, γλείφω, νοσοκόμα, ρουφώ, θηλάζουν, θηλάσουν, θηλάσει, θηλάσετε, θηλάζει
Μεταφράσεις: θηλάζω, βάγια, γλείφω, νοσοκόμα, ρουφώ, θηλάζουν, θηλάσουν, θηλάσει, θηλάσετε, θηλάζει