Jälkikäteen στα ελληνικά
Μετάφραση: jälkikäteen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπειτα, μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, στη συνέχεια, συνέχεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jälki-ilmiö στα ελληνικά - συνέπεια, σημασία, επίπτωση, μετά την επίδραση, υπηρεσιών μετά την επίδραση
- jälkikaiunta στα ελληνικά - αντήχηση, αντήχησης, ηχώ, η αντήχηση, αντηχήσεως
- jälkimainingit στα ελληνικά - επακόλουθο, συνέπεια, μετά, απόηχο, επαύριο
- jälkimaku στα ελληνικά - τερματισμός, τελειώνω, τέλος, περατώνω, επίγευση, γεύση, μετάγευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Jälkikäteen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπειτα, μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, στη συνέχεια, συνέχεια
Μεταφράσεις: έπειτα, μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, στη συνέχεια, συνέχεια