Käytäntö στα ελληνικά

Μετάφραση: käytäntö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέδριο, άσκηση, συνέλευση, έθιμο, σύμβαση, συνθήκη, πρακτική, σχέδιο, χρήση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Käytäntö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • käytännön στα ελληνικά - πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
  • käytännössä στα ελληνικά - σχεδόν, στην πράξη, πρακτικά
  • käytävä στα ελληνικά - διάβαση, διάδρομος, αίθουσα, κείμενο, διάδρομο, διαδρόμου, άξονα, ...
  • käytös στα ελληνικά - διεξάγω, συμπεριφορά, ρόλος, φέρσιμο, έδρανο, στάση, διαγωγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Käytäntö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέδριο, άσκηση, συνέλευση, έθιμο, σύμβαση, συνθήκη, πρακτική, σχέδιο, χρήση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές