Kiipeli στα ελληνικά
Μετάφραση: kiipeli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνωστισμός, ξύνω, δίλημμα, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape
Μεταφράσεις
- kiintymys στα ελληνικά - τρυφερότητα, στοργή, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
- kiipeillä στα ελληνικά - έρπω, σέρνομαι, κόλακας, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ...
- kiipijä στα ελληνικά - ορειβάτης, καριερίστες, καριερίστικες, καριερίστα, αριβιστικά, καριερίστας
- kiire στα ελληνικά - βιάζομαι, σπεύδω, τρέχω, βιασύνη, ορμή, Rush, αιχμής, ...
Τυχαίες λέξεις
Kiipeli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνωστισμός, ξύνω, δίλημμα, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape
Μεταφράσεις: συνωστισμός, ξύνω, δίλημμα, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape