Löysätä στα ελληνικά
Μετάφραση: löysätä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλαρώνω, άνεση, καταπραΰνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- löystyminen στα ελληνικά - εκτόνωση, ξεκούραση, χαλάρωση, χαλάρωσης, χαλάρωση της, τη χαλάρωση, χαλάρωμα
- löysä στα ελληνικά - ελαστικός, χαλαρός, κουτσαίνω, αργοκίνητος, λυτός, μαλακός, λάσκος, ...
- löytyä στα ελληνικά - εμφανίζομαι, συμβαίνω, φαίνομαι, διαφαίνομαι, να βρεθεί, να βρεθούν, να βρείτε, ...
- löytäjä στα ελληνικά - Discoverer, Το Discoverer, που ανακάλυψε, του Discoverer, ανακαληπτής
Τυχαίες λέξεις
Löysätä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλαρώνω, άνεση, καταπραΰνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Μεταφράσεις: χαλαρώνω, άνεση, καταπραΰνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν