Möyhentää στα ελληνικά
Μετάφραση: möyhentää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολτός, stomp, ποδοπατήσουν, βαδίσει βαριά, να βαδίσει βαριά, βαδίσουν βαριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mömmö στα ελληνικά - ναρκωτικό, φάρμακο, ιατρική, Mömmö
- mössö στα ελληνικά - πολτός, χυλός, PAP, Παπανικολάου, της PAP, Παναφρικανικό Κοινοβούλιο
- möykky στα ελληνικά - βώλος, άμορφη μάζα, σταγόνα, κηλίδα, κηλίδας, blob
- möykkä στα ελληνικά - βροντώ, μπουμπουνίζω, βροντές, ο θόρυβος, ο θόρυβος που, θόρυβος, τον θόρυβο, ...
Τυχαίες λέξεις
Möyhentää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολτός, stomp, ποδοπατήσουν, βαδίσει βαριά, να βαδίσει βαριά, βαδίσουν βαριά
Μεταφράσεις: πολτός, stomp, ποδοπατήσουν, βαδίσει βαριά, να βαδίσει βαριά, βαδίσουν βαριά