Murros στα ελληνικά

Μετάφραση: murros, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή, διάλειμμα, θραύση, διάλλειμα, αντεπίθεση, θλάση, σπάζω, εφηβική ηλικία, εφηβεία, εφηβείας, την εφηβεία, της εφηβείας
Murros στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • murre στα ελληνικά - διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
  • murskata στα ελληνικά - διάλειμμα, ραντίζω, σπάζω, συντρίβω, αντεπίθεση, τρέχω, θρυμματίζω, ...
  • murskata malmi στα ελληνικά - κουρέλι, θρυμματισμένο, συνθλίβονται, θρυμματισμένα, συνθλιβεί, συνθλίβεται
Τυχαίες λέξεις
Murros στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή, διάλειμμα, θραύση, διάλλειμα, αντεπίθεση, θλάση, σπάζω, εφηβική ηλικία, εφηβεία, εφηβείας, την εφηβεία, της εφηβείας