Nominatiivi στα ελληνικά
Μετάφραση: nominatiivi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nolo στα ελληνικά - άβολος, mortified
- nolottaa στα ελληνικά - ξέσπασμα, αναταραχή, ντρέπεστε, αισθάνονται αμηχανία, αισθάνονται ντροπή, αισθάνονται άσχημα, ντρέπονται
- nopea στα ελληνικά - γρήγορος, γρήγορα, γοργός, νηοπομπή, στόλος, εσπευσμένος, βιαστικός, ...
- nopeasti στα ελληνικά - γρήγορα, γοργά, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη, σύντομα
Τυχαίες λέξεις
Nominatiivi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
Μεταφράσεις: ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του