Oikeudenkäynti στα ελληνικά
Μετάφραση: oikeudenkäynti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετώ, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, δίκη, κοστούμι, δοκιμασία, αρμόζω, θήκη, βολεύω, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oikeudellinen στα ελληνικά - δικαστικός, δικανικός, νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, ...
- oikeuden στα ελληνικά - δικανικός, δικαστικός, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
- oikeudenkäyttö στα ελληνικά - δικαιοδοσία, απονομή της δικαιοσύνης, απονομής της δικαιοσύνης, απονομή δικαιοσύνης, διοίκηση της δικαιοσύνης, απονομής δικαιοσύνης
- oikeudenkäyttöalue στα ελληνικά - δικαιοδοσία, το δικαίωμα, του δικαιώματος, η σωστή, δικαίωμα, το σωστό
Τυχαίες λέξεις
Oikeudenkäynti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, δίκη, κοστούμι, δοκιμασία, αρμόζω, θήκη, βολεύω, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, δίκη, κοστούμι, δοκιμασία, αρμόζω, θήκη, βολεύω, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική