On στα ελληνικά

Μετάφραση: on, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, κατέχω, υπάρχει, δεν υπάρχει, υπάρχουν, είναι, υφίσταται
On στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omituinen στα ελληνικά - ιδιόμορφος, μονός, ρούμι, παράδοξος, ενικός, μοναδικός, αδερφή, ...
  • ommel στα ελληνικά - ραφή, βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφής
  • ongelma στα ελληνικά - δίλημμα, μπελάς, πρόβλημα, δουλειά, ταλαιπωρία, ενοχλώ, φασαρία, ...
  • onkalo στα ελληνικά - ρεματιά, κοίλος, φαράγγι, σπηλιά, κοιλότητα, λαγκάδα, ορυχείο, ...
Τυχαίες λέξεις
On στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, υπάρχει, δεν υπάρχει, υπάρχουν, είναι, υφίσταται