Κατέχω στα φινλανδικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omata, omistaa, ikioma, on, oma, kehua, pitää, pidä, järjestää, pitämällä, pitämään
Κατέχω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κατέχω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα φινλανδικά - täynnä, kireä, liittyy suuria, liittyy paljon, jännittynyt
  • κατάχρηση στα φινλανδικά - parjata, herjata, solvaus, haukkua, hyväksikäyttö, väärinkäyttö, väärinkäytön, ...
  • κατήγορος στα φινλανδικά - syyttäjä, syyttäjän, syyttäjälle, syyttäjänä
  • κατήφεια στα φινλανδικά - haikea, alakuloisuus, alakuloinen, kaihomielisyys, ikävä, synkkyys, gloom, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: omata, omistaa, ikioma, on, oma, kehua, pitää, pidä, järjestää, pitämällä, pitämään