Osasto στα ελληνικά
Μετάφραση: osasto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαίρεση, στήλη, μονάδα, κελί, αποκόλληση, κύτταρο, θαλαμίσκος, κοιλότητα, μέρος, γωνία, καμπίνα, τομή, εσοχή, μεραρχία, διχασμός, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- osanottajaton στα ελληνικά - ασυνόδευτος
- osanotto στα ελληνικά - παρουσία, αρραβώνες, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής
- osata στα ελληνικά - γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε
- osatekijä στα ελληνικά - παράγοντας, συντελεστής, συνεργάτης, συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, συστατικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Osasto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαίρεση, στήλη, μονάδα, κελί, αποκόλληση, κύτταρο, θαλαμίσκος, κοιλότητα, μέρος, γωνία, καμπίνα, τομή, εσοχή, μεραρχία, διχασμός, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
Μεταφράσεις: διαίρεση, στήλη, μονάδα, κελί, αποκόλληση, κύτταρο, θαλαμίσκος, κοιλότητα, μέρος, γωνία, καμπίνα, τομή, εσοχή, μεραρχία, διχασμός, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας