Pysty στα ελληνικά
Μετάφραση: pysty, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθετος, ανεγείρω, δοκάρι, αναστηλώνω, όρθιος, κύρος, ορθώνω, τίμιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pyssymies στα ελληνικά - ληστής, γκάγκστερ, αφέτη, ένοπλος, δράστης
- pyssynpiippu στα ελληνικά - βαρέλι, υπό την απειλή όπλου, με την απειλή όπλου, την απειλή όπλου, απειλή όπλου, gunpoint
- pystyrivi στα ελληνικά - κολόνα, στήλη, κάθετη, κατακόρυφη, κατακόρυφο, κάθετες, κάθετο
- pystyssä στα ελληνικά - ορθώνω, δοκάρι, τίμιος, όρθιος, αναστηλώνω, ανεγείρω, όρθια, ...
Τυχαίες λέξεις
Pysty στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθετος, ανεγείρω, δοκάρι, αναστηλώνω, όρθιος, κύρος, ορθώνω, τίμιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Μεταφράσεις: κάθετος, ανεγείρω, δοκάρι, αναστηλώνω, όρθιος, κύρος, ορθώνω, τίμιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση