Sallia στα ελληνικά
Μετάφραση: sallia, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδεια, ενοικιάζομαι, έκφραση, όψη, επιτρέπω, ανέχομαι, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- häijy στα ελληνικά - βρόμικος, βρώμικος, απαίσιος, εμπαθής, μοχθηρός, κακόβουλος, ανέντιμος, ...
- kustantamo στα ελληνικά - εκδότης, εκδότη, εκδοτών, τον εκδότη, του εκδότη
- lopullisesti στα ελληνικά - τελικά, Τέλος, επιτέλους
- nuorisorikollinen στα ελληνικά - εγκληματίας, νεανική, νεανικής, ιχθυδίων, παραβατικότητας, ανήλικων
Τυχαίες λέξεις
Sallia στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδεια, ενοικιάζομαι, έκφραση, όψη, επιτρέπω, ανέχομαι, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις: άδεια, ενοικιάζομαι, έκφραση, όψη, επιτρέπω, ανέχομαι, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει