Sijoittaa στα ελληνικά
Μετάφραση: sijoittaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, καθίζω, ιδρύω, αποδίδω, δεσμεύω, βάζω, κάνω, ξαπλώνω, επενδύω, εγκαθιδρύω, εξουσιοδοτούμαι, καθιερώνω, διορίζω, θέση, διαπιστώνω, διορίζομαι, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hyökkääjä στα ελληνικά - επιτιθέμενος, απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
- lapa στα ελληνικά - σπάλα, κουπί, ώμος, λεπίδα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ...
- mineraali στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
- perämies στα ελληνικά - ύπαρχος, φιλαράκος, ζευγαρώνω, ταίρι, σύντροφος, σύντροφο, συμπαίκτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Sijoittaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, καθίζω, ιδρύω, αποδίδω, δεσμεύω, βάζω, κάνω, ξαπλώνω, επενδύω, εγκαθιδρύω, εξουσιοδοτούμαι, καθιερώνω, διορίζω, θέση, διαπιστώνω, διορίζομαι, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: κοσμικός, καθίζω, ιδρύω, αποδίδω, δεσμεύω, βάζω, κάνω, ξαπλώνω, επενδύω, εγκαθιδρύω, εξουσιοδοτούμαι, καθιερώνω, διορίζω, θέση, διαπιστώνω, διορίζομαι, μέρος, τόπος, τόπο, χώρα