Διορίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sijoittaa, nimittää, nimetä, tokaista, määrätä, esittää, valtuuttaa, Depute, lähettää edustajaksi
Διορίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διορίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα φινλανδικά - termi, lukukausi, kausi, osanen, käsite, nimitys, ehto, ...
  • διορίζομαι στα φινλανδικά - sijoittaa, investoida, satsata, panostaa, varustaa, nimitetty, nimitti, ...
  • διορατικός στα φινλανδικά - tarkkanäköinen, havaitsemiskykyinen, terävä, tarkkanäköisiksi
  • διορατικότητα στα φινλανδικά - vainu, oivallus, oivalluksia, tietoa, käsityksen, näkemystä
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sijoittaa, nimittää, nimetä, tokaista, määrätä, esittää, valtuuttaa, Depute, lähettää edustajaksi