Suhteuttaa στα ελληνικά

Μετάφραση: suhteuttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναρμονίζω, αναλογία, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
Suhteuttaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • erikoistuntija στα ελληνικά - επιτήδειος, καλός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, αγαθός, επιδέξιος, ειδικός, ...
  • kallionkieleke στα ελληνικά - χείλος, πρεβάζι, κατσάβραχα, ορθοπλαγιάς, βράχο, ορθοπλαγιά, απόκρημνο βράχο
  • muuraus στα ελληνικά - τοιχοποιία, τοιχοποιίας, τεκτονικών, λιθοδομή, τοιχοδομία
  • pyöränakseli στα ελληνικά - άξονας, άξων άμαξης, axletree
Τυχαίες λέξεις
Suhteuttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναρμονίζω, αναλογία, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού