Täyttävä στα ελληνικά

Μετάφραση: täyttävä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, ικανοποιητική, ικανοποίηση, ικανοποιητικό, ικανοποιεί, ικανοποιώντας
Täyttävä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hallitsemattomasti στα ελληνικά - άγρια, εκτός ελέγχου, από τον έλεγχο, από τον έλεγχό, από κάθε έλεγχο, ανεξέλεγκτα
  • helkkyä στα ελληνικά - ήχος, γερός, φωνή
  • jättiläiskäärme στα ελληνικά - πύθωνας, Python, την Python, η Python, της Python, Πύθωνα
  • ostokset στα ελληνικά - ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά
Τυχαίες λέξεις
Täyttävä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, ικανοποιητική, ικανοποίηση, ικανοποιητικό, ικανοποιεί, ικανοποιώντας