Teko στα ελληνικά

Μετάφραση: teko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διενέργεια, αγωγή, προσπάθεια, πράξη, επενέργεια, επίτευξη, αξιοποιώ, μετρώ, μέτρο, δράση, διάβημα, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
Teko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hievahtaa στα ελληνικά - σαλεύω, μετατοπίζω, κίνηση, αλλάζω, μετακομίζω, κινώ, μετακινώ, ...
  • josta στα ελληνικά - ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο
  • jäähdytin στα ελληνικά - ψυγείο, ψύκτη, ψυγείου, ψύκτης, πιο δροσερές
  • laki στα ελληνικά - νόμος, καταστατικό, κανόνας, κορυφώνω, βασιλεύω, αποφασίζω, ιθύνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Teko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διενέργεια, αγωγή, προσπάθεια, πράξη, επενέργεια, επίτευξη, αξιοποιώ, μετρώ, μέτρο, δράση, διάβημα, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί