Διενέργεια στα φινλανδικά

Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edeten, taitavuus, toimenpide, tieto, taito, suoritus, etenevä, toteuttaminen, ennätys, teko, taidot, tiedot, johtamiseen, suorittaa, johtava, johtavat, suorittamisesta
Διενέργεια στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διενέργεια

διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διενέργεια στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεκδικώ στα φινλανδικά - riita, eittää, inttää, kiista, omistusoikeus, vetoomus, jupakka, ...
  • διεκπεραίωση στα φινλανδικά - tilitapahtuma, toimi, liiketoimi, käsittely, käsittelyä, käsittelyn, käsittelyyn, ...
  • διεξάγω στα φινλανδικά - käytöstavat, esiintyminen, johtaa, käyttäytyä, käytös, käyttäytymistapa, suunnata, ...
  • διεξοδικός στα φινλανδικά - laaja, suuri, yksityiskohtainen, hiottu, huolellinen, runsas, aava, ...
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: edeten, taitavuus, toimenpide, tieto, taito, suoritus, etenevä, toteuttaminen, ennätys, teko, taidot, tiedot, johtamiseen, suorittaa, johtava, johtavat, suorittamisesta