Tinkimätön στα ελληνικά

Μετάφραση: tinkimätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρθιος, αδιάλλακτος, δοκάρι, άτεγκτος, άκαμπτος, τίμιος, αυστηρός, ανένδοτος, ασυμβίβαστη, χωρίς συμβιβασμούς, αδιάλλακτη, ασυμβίβαστο
Tinkimätön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asettaa näytteille στα ελληνικά - παρουσιάζω, έκθεμα, εκθέτω, οθόνη, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, ...
  • hätäillä στα ελληνικά - βιασύνη, βιάζομαι, πενθώ, παλιάνθρωπος, θρηνώ, θλίβομαι, μπερμπάντης, ...
  • illuusio στα ελληνικά - παραίσθηση, ψευδαίσθηση, αυταπάτη, ψευδαίσθησης, πλάνη
  • kaventua στα ελληνικά - συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, κωνικό, κωνικά, κώνος, κωνικότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Tinkimätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρθιος, αδιάλλακτος, δοκάρι, άτεγκτος, άκαμπτος, τίμιος, αυστηρός, ανένδοτος, ασυμβίβαστη, χωρίς συμβιβασμούς, αδιάλλακτη, ασυμβίβαστο