Tuomiovalta στα ελληνικά
Μετάφραση: tuomiovalta, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hyveellisyys στα ελληνικά - αρετή, προτέρημα, φρονιμάδα, προσόν, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
- itseäsi στα ελληνικά - τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, εαυτό, μόνοι σας
- lämmitin στα ελληνικά - θερμάστρα, θερμαντήρα, θερμαντήρας, θέρμανσης, θερμοσίφωνα
- lämpö στα ελληνικά - ζέστη, θερμοκρασία, ζεστασιά, πυρετός, θερμαίνω, ζεσταίνω, θερμότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Tuomiovalta στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία