Vaikuttaa στα ελληνικά
Μετάφραση: vaikuttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιλαμβάνω, πινελιά, εμπλέκω, δουλειά, λειτουργώ, επίδραση, ορμή, εμπλέκομαι, επηρεάζω, αγγίζω, επενεργώ, μπλέκω, επενέργεια, επιρροή, εισέρχομαι, κρούση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- feministi στα ελληνικά - φεμινιστής, φεμινιστική, φεμινιστικό, φεμινιστικές, φεμινιστικής
- keitä στα ελληνικά - που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, οποίοι
- käypä στα ελληνικά - ταιριαστός, ισχύων, εφαρμόσιμος, διαβατός, μέτριος, ρεύμα, τρέχων, ...
- neitsyt στα ελληνικά - παρθένος, παρθένα, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
Τυχαίες λέξεις
Vaikuttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιλαμβάνω, πινελιά, εμπλέκω, δουλειά, λειτουργώ, επίδραση, ορμή, εμπλέκομαι, επηρεάζω, αγγίζω, επενεργώ, μπλέκω, επενέργεια, επιρροή, εισέρχομαι, κρούση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: περιλαμβάνω, πινελιά, εμπλέκω, δουλειά, λειτουργώ, επίδραση, ορμή, εμπλέκομαι, επηρεάζω, αγγίζω, επενεργώ, μπλέκω, επενέργεια, επιρροή, εισέρχομαι, κρούση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει