Εμπλέκομαι στα φινλανδικά
Μετάφραση: εμπλέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käyttää, vaikuttaa, korottaa, edellyttää, tarvita, kysyä, murina, vyyhti, sotkea, sekamelska, ruuhka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλέκομαι
εμπλέκομαι μετάφραση, εμπλέκομαι κλιση, εμπλέκομαι συνώνυμα, εμπλέκομαι αοριστος, εμπλέκομαι στα αγγλικα, εμπλέκομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εμπλέκομαι στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπιστεύομαι στα φινλανδικά - uskoa, toivoa, luottamus, trusti, luottaa, valtuuttaa, turvata, ...
- εμπιστοσύνη στα φινλανδικά - luottamus, trusti, luottaa, varmuus, turvata, usko, uskoa, ...
- εμπλέκω στα φινλανδικά - korottaa, kysyä, vaikuttaa, tarvita, edellyttää, käyttää, sotkea, ...
- εμπλουτίζω στα φινλανδικά - somistaa, höystää, koristaa, koristella, rikastuttaa, jotka rikastuttaa, rikastuttavat, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: käyttää, vaikuttaa, korottaa, edellyttää, tarvita, kysyä, murina, vyyhti, sotkea, sekamelska, ruuhka
Μεταφράσεις: käyttää, vaikuttaa, korottaa, edellyttää, tarvita, kysyä, murina, vyyhti, sotkea, sekamelska, ruuhka