Reduction στα ελληνικά

Μετάφραση: reduction, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Reduction στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • attenuating στα ελληνικά - ελαφρυντικών, ελαφρυντικές, ελαφρυντικά, εξασθένησης, εξασθένηση
  • celibate στα ελληνικά - άγαμος, άγαμοι, αγαμία, άγαμους, άγαμες
  • chandeliers στα ελληνικά - πολυέλαιοι, πολυελαίους, πολύφωτα, πολυελαίους από, τους πολυελαίους
Τυχαίες λέξεις
Reduction στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της