Largët στα ελληνικά
Μετάφραση: largët, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- largohem στα ελληνικά - φεύγω, παραιτούμαι, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, ...
- largësi στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- larmë στα ελληνικά - διάφορος, διάφορα, στικτός, στικτή, διάστικτη, διάστικτο, σημειακό
- lartë στα ελληνικά - περήφανος, καμαρωτός, ψηλός, βροντερός, μεγαλοπρεπής, ηχηρός, υπερόπτης, ...
Τυχαίες λέξεις
Largët στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις: απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως