Гора στα ελληνικά

Μετάφραση: гора, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία, ανεβαίνω, ξύλο, όρος, βουνό, δάσος, αυξάνομαι, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
Гора στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гонки στα ελληνικά - ράτσα, ιπποδρομίες, αγώνες, φυλές, κούρσες, φυλών
  • гонорея στα ελληνικά - κροτώ, χειροκροτώ, βλεννόρροια, γονόρροια, γονόρροιας, η γονόρροια, η βλεννόρροια
  • горе στα ελληνικά - θλίψη, λύπη, οδύνη, άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, ...
  • горелка στα ελληνικά - πλάκα, καυστήρας, καυστήρα, του καυστήρα, εγγραφής, καυστήρων
Τυχαίες λέξεις
Гора στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία, ανεβαίνω, ξύλο, όρος, βουνό, δάσος, αυξάνομαι, δασών, δασικών, των δασών, δάσους