Αυξάνομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αυξάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
расти, планина, гора, възниквам, растат, расте, нарасне, нараства, растеж
Αυξάνομαι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυξάνομαι

αυξάνομαι συνώνυμα, αυξάνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυξάνομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αυλός στα βουλγαρικά - флейта, тръба, флейтата, свирката, свирка, на свирката
  • αυνανισμός στα βουλγαρικά - мастурбация, онанизъм, маструбация, мастурбацията, мастурбирането
  • αυξάνω στα βουλγαρικά - поддръжка, растат, расте, нарасне, нараства, растеж
  • αυξομειώνω στα βουλγαρικά - колебае, варира, променя, се колебае, се променя
Τυχαίες λέξεις
Αυξάνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: расти, планина, гора, възниквам, растат, расте, нарасне, нараства, растеж