Δάσος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δάσος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гора, лес, горски, горите, на горите, гори
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάσος
δάσος στροφυλιάς, δάσος αρβανίτσας, δάσος δαδιάς, δάσος της βουλώνης, δάσος φρακτού, δάσος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δάσος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δάρτης στα βουλγαρικά - Буталата, бутала
- δάσκαλος στα βουλγαρικά - учител, преподавател, учителите, на учителите, на учители
- δάφνη στα βουλγαρικά - лавров, лавър, Лоръл, Laurel, лаврови
- δέκα στα βουλγαρικά - десет, десетина, десетте, от десет, на десет
Τυχαίες λέξεις
Δάσος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гора, лес, горски, горите, на горите, гори
Μεταφράσεις: гора, лес, горски, горите, на горите, гори