Канавка στα ελληνικά

Μετάφραση: канавка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, χαντάκι, ρείθρο, τάφρος, τάφρο, τάφρου, αυλάκι
Канавка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • камък στα ελληνικά - κουνώ, ροκ, πέτρα, λιθοβολώ, πετροβολώ, λικνίζω, πέτρινο, ...
  • канава στα ελληνικά - χαντάκι, τάφρος, καμβάς, καμβά, μουσαμά, σε καμβά
  • канал στα ελληνικά - κανάλι, ρείθρο, διοχετεύω, διώρυγα, καναλιού, καναλιών, διαύλου, ...
  • канализация στα ελληνικά - υγιεινή, αποχέτευση, αποχέτευσης, υγιεινής, την αποχέτευση
Τυχαίες λέξεις
Канавка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, χαντάκι, ρείθρο, τάφρος, τάφρο, τάφρου, αυλάκι