Ограничение στα ελληνικά

Μετάφραση: ограничение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγκουνεύομαι, περιορισμός, σύντμηση, σύνοψη, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Ограничение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ограда στα ελληνικά - κιγκλίδωμα, φράκτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης
  • ограничаване στα ελληνικά - περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
  • огън στα ελληνικά - φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
  • ода στα ελληνικά - ωδή, ode, ωδής, ύμνος, την Ωδή
Τυχαίες λέξεις
Ограничение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγκουνεύομαι, περιορισμός, σύντμηση, σύνοψη, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό