Περιστολή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничение, намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περιστολή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα βουλγαρικά - падеж, инцидент, инциденти, произшествие, случай
- περιστεράκι στα βουλγαρικά - трътлест, кушетка, нисък и дебел, облегалката на дадена, тапицерията на
- περιστρέφομαι στα βουλγαρικά - завит, въртя се в, спирален, движа се спираловидно, спираловиден
- περιστρέφω στα βουλγαρικά - обръщам
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ограничение, намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на
Μεταφράσεις: ограничение, намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на