Пол στα ελληνικά
Μετάφραση: пол, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρωτας, σεξ, φύλο, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- покупка στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
- покушение στα ελληνικά - απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, προσβολή, επίθεση, επίθεσης, επιθέσεων, ...
- поласкания στα ελληνικά - απόπλυση, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο
- поле στα ελληνικά - χωράφι, πεδίο, τομέας, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Τυχαίες λέξεις
Пол στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρωτας, σεξ, φύλο, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Μεταφράσεις: έρωτας, σεξ, φύλο, φύλου, το φύλο, σεξουαλική