Пра στα ελληνικά
Μετάφραση: пра, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχνίζω, ατμός, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- почти στα ελληνικά - περί, περίπου, παραλίγο, πλέον, σχεδόν, για, ουσιαστικά, ...
- пояс στα ελληνικά - ιμάντας, ζώνη, ιμάντα, ζώνης, ζωνών
- правда στα ελληνικά - αληθής, ειλικρίνεια, αλήθεια, δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, ...
- правдиво στα ελληνικά - αληθώς, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια, ειλικρινά, αληθινά
Τυχαίες λέξεις
Пра στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχνίζω, ατμός, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Μεταφράσεις: αχνίζω, ατμός, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες