Εξοπλισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εξοπλισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оборудване, снаряжение, въоръжение, съоръжения, техника, оборудването
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοπλισμός
εξοπλισμός παιδικής χαράς, εξοπλισμός εργαστηρίου, εξοπλισμός εργαστηρίου χημείας, εξοπλισμός γραφείου, εξοπλισμός νηπιαγωγείου, εξοπλισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξοπλισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εξονυχιστικός στα βουλγαρικά - обстоен, цялостен, задълбочено, задълбочен, задълбочена
- εξοπλίζω στα βουλγαρικά - снаряжение, монтирам, стенд, устройство, сондажна кула, издокарвам
- εξορία στα βουλγαρικά - изгнание, заточение, плен, изгнанието
- εξορίζω στα βουλγαρικά - изхвърлям, пращам, заточавам, изпаднеш, изпращам
Τυχαίες λέξεις
Εξοπλισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: оборудване, снаряжение, въоръжение, съоръжения, техника, оборудването
Μεταφράσεις: оборудване, снаряжение, въоръжение, съоръжения, техника, оборудването