Сражение στα ελληνικά
Μετάφραση: сражение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάχομαι, μάχη, καταπολεμώ, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, δέσμευση, εμπλοκής
Μεταφράσεις
- спътник στα ελληνικά - δορυφόρος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου
- сравнение στα ελληνικά - παραβολή, σύγκριση, παραβάλλω, σύγκρισης, σχέση, συγκρίσεις, τη σύγκριση
- сребро στα ελληνικά - ασημένιος, ασημί, ασήμι, ασημένια, αργύρου, ασημένιο
- сребърен στα ελληνικά - ασημί, ασημένιος, ασήμι, ασημένια, αργύρου, ασημένιο
Τυχαίες λέξεις
Сражение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάχομαι, μάχη, καταπολεμώ, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, δέσμευση, εμπλοκής
Μεταφράσεις: μάχομαι, μάχη, καταπολεμώ, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, δέσμευση, εμπλοκής