Domestique στα ελληνικά

Μετάφραση: domestique, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, υπηρέτρια, έντερο, οικιακός, καθομιλούμενος, ενδοχώρα, ακόλουθος, εσωτερικός, υπηρέτης, εσωτερικώς, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο
Domestique στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abluer στα ελληνικά - πλένω, πλύνω
  • arable στα ελληνικά - αροτραίες, καλλιεργήσιμης, αρόσιμη, αροτραίων, τις αροτραίες
Τυχαίες λέξεις
Domestique στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, υπηρέτρια, έντερο, οικιακός, καθομιλούμενος, ενδοχώρα, ακόλουθος, εσωτερικός, υπηρέτης, εσωτερικώς, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο