Υπηρέτρια στα γαλλικά
Μετάφραση: υπηρέτρια, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serviteur, domestique, valet, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρέτρια
υπηρέτης πολλών αφεντάδων, υπηρέτρια ονειροκρίτης, σπυριδούλα υπηρέτρια, υπηρέτρια του φίλωνοσ, η υπηρέτρια, υπηρέτρια λεξικό γλώσσας γαλλικά, υπηρέτρια στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- υπηκοότητα στα γαλλικά - nationalité, citoyenneté, la citoyenneté, la nationalité, une citoyenneté
- υπηρέτης στα γαλλικά - domestique, serviteur, valet, fonctionnaire, servante, agent
- υπηρεσία στα γαλλικά - médiation, bureau, messe, facteur, avantage, charge, puissance, ...
- υπηρετώ στα γαλλικά - desservir, donner, servez, servons, servent, sers, porter, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπηρέτρια στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: serviteur, domestique, valet, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage
Μεταφράσεις: serviteur, domestique, valet, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage