Prêt στα ελληνικά

Μετάφραση: prêt, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόοδος, προκαταβάλλω, προβαίνω, πανέτοιμος, δάνειο, εξυπηρετικός, έτοιμος, φαιδρός, διαμέσου, δανεισμός, προχωρώ, πρόθυμος, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Prêt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abominablement στα ελληνικά - απεχθώς, απαίσια, ειδεχθής στάση απέναντί της, ειδεχθής στάση απέναντί
  • abondent στα ελληνικά - αφθονούν, βρίθουν, αφθονεί
  • allégent στα ελληνικά - καταπραΰνω, ανακουφίζω, ελαφρύνει, φωτίσει, ελάφρυνση, φωτίσετε, ελαφρυνθεί
  • amnésie στα ελληνικά - αμνησία, αμνησίας, της αμνησίας, την αμνησία, αμνησίας που
Τυχαίες λέξεις
Prêt στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόοδος, προκαταβάλλω, προβαίνω, πανέτοιμος, δάνειο, εξυπηρετικός, έτοιμος, φαιδρός, διαμέσου, δανεισμός, προχωρώ, πρόθυμος, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια