Bauen στα ελληνικά

Μετάφραση: bauen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, μπόι, οικοδομώ, χτίζω, κάνω, κορμοστασιά, ανάστημα, κτήριο, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Bauen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baud στα ελληνικά - μπωντ
  • bauelement στα ελληνικά - συσκευή, μηχάνημα, τέχνασμα, συστατικό μέρος, συστατικό στοιχείο, κατασκευαστικό στοιχείο, συνιστών μέρος, ...
  • bauend στα ελληνικά - επικαλούμενη, στηριζόμενη, στηρίζονται, βασίζονται, στηρίζεται
  • bauer στα ελληνικά - αγρότης, τοίχος, χωριάτης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
Τυχαίες λέξεις
Bauen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, μπόι, οικοδομώ, χτίζω, κάνω, κορμοστασιά, ανάστημα, κτήριο, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει