Ανάστημα στα γερμανικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauen, Statur, Wuchs, Gestalt, Format
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανάστημα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα γερμανικά - atem, atemzug, schnaufer, hauch, Atmung, Atmen, Atem, ...
- ανάσταση στα γερμανικά - auferstehung, wiederauferstehung, Auferstehung, die Auferstehung, Wiederauferstehung, der Auferstehung, Auferstehungs
- ανάφλεξη στα γερμανικά - verbrennung, entzündung, zündung, Zündung, Entzündung, Zündungs, Entzündungs
- ανάχωμα στα γερμανικά - wall, abwurfstelle, eindämmung, speicheradressbereich, vertrauen, haufen, deponieren, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bauen, Statur, Wuchs, Gestalt, Format
Μεταφράσεις: bauen, Statur, Wuchs, Gestalt, Format