Μπόι στα γερμανικά

Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauen, Höhe, Höhen, der Höhe, Größe
Μπόι στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας γερμανικά, μπόι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • μπροστινός στα γερμανικά - stürmer, vordere, vorwärts, voraus, weiter, nach vorn, Vorwärts-
  • μπρούτζος στα γερμανικά - bronzen, bronze, dreist, unverschämt, frech, ehern, schamlos
  • μπόλι στα γερμανικά - nachfahre, nachkomme, pfropfreis, ableger, Inokulum, Inokulums, Impfstoff, ...
  • μπόλικος στα γερμανικά - viele, Lose, Plätze, viel, vielen
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bauen, Höhe, Höhen, der Höhe, Größe