Begünstigung στα ελληνικά
Μετάφραση: begünstigung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευνοώ, χάρη, ρουσφέτι, προστασία, ευνοώντας, ευνοούν, που ευνοούν, ευνοεί, ευνοϊκής μεταχειρίσεως
Μεταφράσεις
- begünstigte στα ελληνικά - δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου, δικαιούχων, δικαιούχους
- begünstigter στα ελληνικά - δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου, δικαιούχων, δικαιούχους
- behaart στα ελληνικά - τριχωτός, μαλλιαρός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
- behagen στα ελληνικά - παρακαλώ, ευχαριστώ, ευχαρίστηση, χαρά, αναψυχής, απόλαυση, την ευχαρίστηση
Τυχαίες λέξεις
Begünstigung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευνοώ, χάρη, ρουσφέτι, προστασία, ευνοώντας, ευνοούν, που ευνοούν, ευνοεί, ευνοϊκής μεταχειρίσεως
Μεταφράσεις: ευνοώ, χάρη, ρουσφέτι, προστασία, ευνοώντας, ευνοούν, που ευνοούν, ευνοεί, ευνοϊκής μεταχειρίσεως