Einsammeln στα ελληνικά

Μετάφραση: einsammeln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, μεταγλωττίζω, αποθησαυρίζω, συλλέγω, συντάσσω, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συλλέξει, συγκεντρώνονται
Einsammeln στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwasserkanal στα ελληνικά - οχετός, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο
  • ausfließend στα ελληνικά - λύματα, απόβλητα, λυμάτων, εκροής, υγρών εκροής
  • bemerkenswert στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αξιοσημείωτα, εξαιρετικός, σημαντικά, εξαιρετικά, εντυπωσιακά, αξιόλογα
  • bewaffnung στα ελληνικά - όπλα, εξοπλισμός, όπλων, τα όπλα, οπλισμού, των όπλων
Τυχαίες λέξεις
Einsammeln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, μεταγλωττίζω, αποθησαυρίζω, συλλέγω, συντάσσω, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συλλέξει, συγκεντρώνονται