Einsatz στα ελληνικά
Μετάφραση: einsatz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσμευση, εγχείρηση, διάβημα, αγωγή, εισάγω, λειτουργία, ενθάρρυνση, προ-, ανάθεση, δουλειά, στέκα, είσοδος, εργασία, επιχείρηση, πισίνα, επενέργεια, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- argumentierend στα ελληνικά - συλλογισμός, συλλογιστικός, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη
- betreuungsperson στα ελληνικά - φροντίδα, ενδιαφέρονται, τη φροντίδα, νοιάζονται, νοιάζει
- bewertete στα ελληνικά - κριτική, Η κριτική, κριτικής, Ημερομηνία κριτικής, Έγινε κριτική
- blendet στα ελληνικά - κρυμμένο, κρυμμένα, κρυφό, κρυμμένη, κρύβεται
Τυχαίες λέξεις
Einsatz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσμευση, εγχείρηση, διάβημα, αγωγή, εισάγω, λειτουργία, ενθάρρυνση, προ-, ανάθεση, δουλειά, στέκα, είσοδος, εργασία, επιχείρηση, πισίνα, επενέργεια, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: δέσμευση, εγχείρηση, διάβημα, αγωγή, εισάγω, λειτουργία, ενθάρρυνση, προ-, ανάθεση, δουλειά, στέκα, είσοδος, εργασία, επιχείρηση, πισίνα, επενέργεια, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση