Justierung στα ελληνικά
Μετάφραση: justierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιβάλλον, κατάλυμα, στέγαση, ρύθμιση, τεκμηρίωση, αιτιολογία, δικαιολογία, πρόσφορος, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abtrünnig στα ελληνικά - αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
- aufkommend στα ελληνικά - εκκολαπτόμενη, εν τη γενέσει, εν τω γενάσθαι, εν τω γεννάσθαι, τω γενάσθαι
- auftragsbezogen στα ελληνικά - να, για να, σε, για, με
- beweist στα ελληνικά - αποδεικνύει, αποδεικνύεται, αποδείξει, αποδειχθεί, αποδεικνύουν
Τυχαίες λέξεις
Justierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιβάλλον, κατάλυμα, στέγαση, ρύθμιση, τεκμηρίωση, αιτιολογία, δικαιολογία, πρόσφορος, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
Μεταφράσεις: περιβάλλον, κατάλυμα, στέγαση, ρύθμιση, τεκμηρίωση, αιτιολογία, δικαιολογία, πρόσφορος, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή