Πρόσφορος στα γερμανικά

Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anprobe, justierung, anpassung, geeignet, brauchbar, größe, zeitgemäß, anliegend, zweckmäßig, einbau, bequem, praktisch, komfortabel, bequeme, bequemen
Πρόσφορος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφορος

πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας γερμανικά, πρόσφορος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • πρόσφατα στα γερμανικά - neuere, neulich, unlängst, kürzlich, neuerdings, letztlich, zuletzt, ...
  • πρόσφατος στα γερμανικά - neu, neueste, neue, frisch, rezent, kürzlich, letzte, ...
  • πρόσφυγας στα γερμανικά - aussiedler, flüchtling, Flüchtling, Flüchtlings, Flüchtlinge, der Flüchtlings, Flüchtlingen
  • πρόσφυμα στα γερμανικά - anhang, Suffix, Endung, Zusatz, Nachsetzzeichen
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anprobe, justierung, anpassung, geeignet, brauchbar, größe, zeitgemäß, anliegend, zweckmäßig, einbau, bequem, praktisch, komfortabel, bequeme, bequemen