Ständig στα ελληνικά
Μετάφραση: ständig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμα, αδιάπτωτος, αδιάκοπος, μόνιμος, συνεχής, συνεχώς, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausweichmanöver στα ελληνικά - ενέργεια διαφυγής, αποφυγής, ένα χειρισμό αποφυγής, χειρισμό αποφυγής, δράση αποφυγής
- barrakudas στα ελληνικά - μπαρακούντα, Barracudas, και μπαρακούντα
- bewilligend στα ελληνικά - Χορήγηση, Παροχή, Η χορήγηση, τη χορήγηση, Αντιπαροχή
- bleichend στα ελληνικά - λεύκανση, λεύκανσης, λευκαντική, λευκαντικό, λευκαντικές
Τυχαίες λέξεις
Ständig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμα, αδιάπτωτος, αδιάκοπος, μόνιμος, συνεχής, συνεχώς, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
Μεταφράσεις: μόνιμα, αδιάπτωτος, αδιάκοπος, μόνιμος, συνεχής, συνεχώς, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια