Μόνιμα στα γερμανικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ständig, stetig, dauerhaft, permanent, fest, endgültig
Μόνιμα στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας γερμανικά, μόνιμα στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα γερμανικά - ader, aufmacher, dirigieren, führung, leiten, gewindesteigung, hauptrolle, ...
  • μόλυνση στα γερμανικά - umweltbelastung, infektion, vergiftung, ansteckung, kontamination, verseuchung, Infektion, ...
  • μόνιμος στα γερμανικά - ortsansässige, anwohner, gleichmäßig, anhaltend, nachhaltig, dauerwelle, ständig, ...
  • μόνο στα γερμανικά - einsam, einzig, lediglich, allein, nur, einzige, erst, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ständig, stetig, dauerhaft, permanent, fest, endgültig