Starten στα ελληνικά
Μετάφραση: starten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Μεταφράσεις
- abgewogen στα ελληνικά - ζυγίζονται, ζυγίζεται, ζυγίστηκαν, ζύγιζε, ζυγίστηκε
- allegorisiert στα ελληνικά - αλληγορίζει, αλληγορίες, αλληγορίες για
- ausländisch στα ελληνικά - εξωτερικός, ξένος, υπερπόντιος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
- bruder στα ελληνικά - αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
Τυχαίες λέξεις
Starten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Μεταφράσεις: αρχίζω, ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης